- ὀκτωκαίδεκα
- ὀκτω-καίδεκα, οἱ, αἱ, τά, indecl.,A eighteen, Hdt.2.111, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτωκαίδεκα — ὀκτωκαίδεκα, οἱ, αἱ, τὰ (Α) άκλ. δεκαοκτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + δέκα] … Dictionary of Greek
ὀκτωκαίδεκα — eighteen indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτωκαίδεκ' — ὀκτωκαίδεκα , ὀκτωκαίδεκα eighteen indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… … Deutsch Wikipedia
NOMI — Graece Νόμοι, in Poesi, carmina dicuntur; versibus enim constabant Νόμοι κιθαρώδικοὶ et Νόμοι ἀυλητικοὶ. Hinc, qui eorum auctores fuêre, Poetas exstitisse certum est. Plut. de Music. Ὅτι δὲ οἱ Κιθαρωδικοὶ νόμοι οἱ πάλαι, ἐξ ἐπῶν συνίςαντο,… … Hofmann J. Lexicon universale
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
οκτωκαιδέκατος — ὀκτωκαιδέκατος, η, ον (ΑΜ, Α βοιωτ. τ. ὀκτωκηδέκατος, ον) [οκτωκαίδεκα] ο δέκατος όγδοος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) ὀκτωκαιδεκάτη κατά τη δέκατη όγδοη ημέρα … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκάδραχμος — ὀκτωκαιδεκάδραχμος, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δεκαοκτώ δραχμών («πωλῶν τὰς κριθὰς ὀκτωκαιδεκαδράχμους», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτά δραχμος] … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκάκις — ὀκτωκαιδεκάκις και ὀκτωκαιδεκάκι (Α) επίρρ. δεκαοκτώ φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + επιρρμ. κατάλ. κις*] … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκάπεδος — ὀκτωκαιδεκάπεδος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος δεκαοκτώ ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πούς), πρβλ. εξά πεδος] … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκάπηχυς — ὀκτωκαιδεκάπηχυς, υ (Α) αυτός που έχει μήκος ίσο με δεκαοκτώ πήχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + πῆχυς] … Dictionary of Greek